ὀροφηφόρος

ὀροφηφόρος
ὀροφηφόρος
bearing a roof
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οροφηφόρος — ὀροφηφόρος, ον (ΑΜ) (για τη χελώνα και τα οστρακόδερμα) αυτός που φέρει μαζί του στέγη, που κουβαλάει την οροφή επάνω του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀροφή + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • ὀροφηφόρον — ὀροφηφόρος bearing a roof masc/fem acc sg ὀροφηφόρος bearing a roof neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”